γεντιανίδες

γεντιανίδες
Οικογένεια φυτών της τάξης των γεντιανιωδών ή τρεψιανθών (δικοτυλήδονα), με πολυάριθμα γένη ποωδών φυτών, που είναι χαρακτηριστικά των θερμών κυρίως περιοχών. Έχουν αντίθετα φύλλα και άνθη με στεφάνη συμπέταλη, σωληνοειδή, χοανοειδή, μοναχικά ή σε δέσμες ή επάκρια· στο μπουμπούκι, προτού ανοίξουν τα πέταλα της στεφάνης, έχουν δεξιόστροφη διάταξη. Η οικογένεια των γ. παρουσιάζει ενδιαφέρον για την ιατρική και τη βιομηχανία ηδύποτων. Οι ρίζες των φυτών της, και κυρίως αυτών που ανήκουν στο γένος γεντιανή, περιέχουν πικρές ουσίες (γλυκοσίδια), γνωστές από την αρχαιότητα. Συλλέγονται και χρησιμοποιούνται κυρίως για φαρμακευτικό σκοπό οι ρίζες της γεντιανής της κίτρινης, από τις οποίες εξάγονται παρασκευάσματα με τη μορφή του εκχυλίσματος και του βάμματος. Η γεντιανή η κίτρινη (αγριοκαπνός), αυτοφυής στα αλπικά λιβάδια της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας, είναι ίσως μία από τις πιο ψηλές (1-1,50 μ.), με φύλλα πλατιά, ωοειδή, πρασινο-γαλανόχρωμα και νευρώσεις καταφανείς. Τα άνθη της είναι κίτρινα κατά δέσμες. Εκτός από τη γεντιανή την κίτρινη, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τη γεντιανή την εαρινή, με βλαστό νανώδη, από τον οποίο αναπτύσσονται την άνοιξη τα κυανά, μονήρη άνθη, τη γεντιανή την ασκληπιαδοειδή, με βλαστό ύψους 20-50 εκ. και άνθη κυανά, τη γεντιανή τη στικτή, με άνθη ερυθρωπά ή κίτρινα και καστανόχρωμα στίγματα, τη γεντιανή την πνευμονανθή, με βλαστούς ύψους 15-50 εκ. και άνθη κυανά. Γ., που δεν είναι αυτοφυείς στην Ευρώπη αλλά έχουν μια περίεργη εμφάνιση, είναι τα είδη της Κίνας, της χερσονήσου της Ινδοκίνας και της Ιαπωνίας με βλαστούς μεταβλητούς ή οι τροπικές γ., που ζουν σαπροφυτικά και σχεδόν στερούνται χλωροφύλλης. Γεντιανή η σιφωνοειδής, ένα από τα πολλά είδη εξωτικών γεντιανιδών, που φυτρώνει κυρίως στην Κίνα και ιδιαίτερα στην περιοχή του Θιβέτ. Γεντιανή η άκαυλη, είδος της οικογένειας των γεντιανιδών, που φυτρώνει σε πολλές περιοχές της Ευρώπης και ιδιαίτερα στα ορεινά λιβάδια και στα οροπέδια. Η γεντιανή η κίτρινη, αυτοφυής στα αλπικά λιβάδια της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας· από τις ρίζες της εξάγονται φαρμακευτικά παρασκευάσματα με τη μορφή του εκχυλίσματος και του βάμματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σαπρόφυτο — το, Ν 1. συν. στον πληθ. τα σαπρόφυτα βιολ. οργανισμοί που τρέφονται με την αποικοδόμηση νεκρής ή σηπόμενης οργανικής ύλης, όπως είναι πολλοί μύκητες, μεγάλος αριθμός βακτηριακών ειδών, λ.χ. βακτήρια τού εδάφους, και ορισμένα ανώτερα φυτά, λ.χ.… …   Dictionary of Greek

  • σουερτία — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια γεντιανίδες τής τάξης γεντιανώδη, με 50 περίπου είδη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”